- ευλογώ
- και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, -έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος]1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ)2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μουνεοελλ.(η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, -η, -οως φιλική ή ελαφρώς επιτιμητική προσφώνηση («ευλογημένε, γιατί δεν έκανες όσα σού είπα;»)2. ως χαρακτηρισμός που περιέχει κάποια ειρωνεία ή μομφή («ο ευλογημένος πήγε και εγκαταστάθηκε στην άλλη άκρη τού κόσμου»)νεοελλ.-μσν.1. (για ιερείς) δίνω τις ευλογίες μου, τις ευχές μου με τη συμβολική κίνηση τού δεξιού χεριού, με ενωμένα τα τρία πρώτα δάχτυλα, και γενικά δίνω ευχή, ευλογία2. (για ιερείς) καθαγιάζω με κατάλληλη ευχή, τελώ ένα μυστήριο3. (για ιερείς) ευλογώ γάμο, στεφανώνω, παντρεύω3. μέσ. ευλογούμαι και βλογιέμαιπαντρεύομαι4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, -η, -ο(ν)α) αυτός που έχει ευλογία από τον θεό ή από την εκκλησία («εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί», ΚΔ)β) συνηθισμένη προσφώνηση ιερωμένων προς λαϊκούς («ευλογημένε»)μσν.1. ευχαριστώ2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) α) ευλογημένος από τον θεόβ) κατ' ευφημ.) καταραμένοςγ) δοξασμένοςαρχ.1. λέγω καλούς λόγους για κάποιον2. απαγγέλλω πανηγυρικό3. επαινώ δικαίως4. τιμώ κάποιον5. (κατά εβραϊκό ευφημισμό) καταριέμαι, αναθεματίζω («εὐλόγησε θεὸν καὶ βασιλέα», ΠΔ)6. παθ. εὐλογοῡμαιεπαινούμαι, απολαμβάνω τον έπαινο ή την τιμή κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.